Αν κάτι έχει απαξιωθεί στην σημερινή Ελλάδα με συστηματικότητα που θα την ανταγωνίζονταν ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός με τους διωγμούς του, αυτό είναι ο Δημόσιος Υπάλληλος, ο Κρατικός Υπηρέτης, ο Δημόσιος Λειτουργός. Φυσικά και υπάρχει ευθύνη και της ίδιας της Δημοσιοϋπαλληλικής τάξης αλλά ακόμη και αυτή η ευθύνη-που είναι ένα σύνολο ατομικών περιπτώσεων-ευθύνη ολιγωρίας και αδράνειας, παθητική δηλαδή ευθύνη του κράτους είναι τελικά.
Με αυτή μου την ανάρτηση θα αναφερθώ σε μια περίπτωση υποδειγματικού δημόσιου υπάλληλου, που ακριβώς λόγω της αυξημένης αίσθησης καθήκοντος που την διακατείχε και την διακατέχει ακόμη, κατάφερε να επιβιώσει μέσα από όλες τις αλλαγές εξουσίας που συνέβησαν στη χώρα της, στη Ρωσία. Και όλοι ξέρουμε ότι η Ρωσία, είτε σαν Ρωσία καθεαυτή είτε σαν Σοβιετική Ένωση, ποτέ δεν μας άφησε να πλήξουμε. Αναφέρομαι στην-θρυλική πια!-Διευθύντρια του μεγαλύτερου μουσείου της Μόσχας, του Κρατικού Μουσείου Καλών Τεχνών Πούσκιν, την Irina Antonova. Γεννημένη στο πολύ μακρινό πια 1922 στη Μόσχα, σπούδασε Ιστορία Τέχνης στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης και μετά το τέλος των σπουδών της εντάχθηκε στο προσωπικό του Μουσείου Πούσκιν-τότε λεγόταν Κρατικό Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Πούσκιν. Υπήρξε μάρτυρας ενός συγκλονιστικού γεγονότος για την Ρωσική καλλιτεχνική ιστορία όταν το σύνολο της συλλογής των έργων ζωγραφικής της Πινακοθήκης της Δρέσδης, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Σοβιετικούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταφέρθηκε στο Μουσείο Πούσκιν σαν πολεμικά λάφυρα και σαν εκ των πραγμάτων αποζημίωση για τις φοβερές ζημιές που υπέστησαν οι Ρώσοι κατά τον πόλεμο από τους Γερμανούς, κυρίως στους καλλιτεχνικούς τους θησαυρούς. Η Πινακοθήκη της Δρέσδης δεν είναι ένα ιδιαίτερα μεγάλο μουσείο-θα λέγαμε ένα μεσαίου μεγέθους μουσείο, που όμως στεγάζει μια συλλογή που θα την ζήλευαν τα μεγαλύτερα και καλύτερα μουσεία του κόσμου. Κάπου εδώ αρχίζει και η συναρπαστική ιστορία της Ιρίνα Αντόνοβα.
Η νεαρή λοιπόν ιστορικός της τέχνης ορίστηκε επιμελήτρια-ανάμεσα σε άλλους φυσικά-του ασύγκριτου αυτού θησαυρού που τον μελέτησε και τον γνώρισε σε βάθος και φυσικά τον αγάπησε. Στην Σοβιετική Ένωση της εποχής του Στάλιν όπου ξεκίνησε την καριέρα της η Αντόνοβα, ανάμεσα στους ανθρώπους των μουσείων, υπήρχε ένα φοβερό τραυματικό βίωμα όταν από το 1929 μέχρι το 1933 το καθεστώς άρχισε να πουλάει ΜΑΖΙΚΑ έργα τέχνης στις αγορές της Δύσης. Δημιούργησε έναν θεσμό-το Αντικβαριάτ-που ήταν επιφορτισμένο με την επιλογή «κομματιών» ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και άρα εμπορικής αξίας(θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών το δικό μας ΤΑΙΠΕΔ το Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, απλά επικεντρωμένο σε κινητούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς). Πολλά κρατικά μουσεία της χώρας-ανάμεσα τους φυσικά και το Πούσκιν-αποδεκατίστηκαν από τους, πολλές φορές αξιολογότερους, θησαυρούς τους, με μεγαλύτερο θύμα το Μουσείο Ερμιτάζ ,που το χτύπημα που υπέστη ήταν αληθινά ανεπανόρθωτο, αφού αυτά τα σπανιότατα έργα δεν αντικαταστάθηκαν με άλλα ίδιου κύρους και αξίας. Και όλο αυτό για χάρη του τρέχοντος σκληρού νομίσματος που επειγόντως ήθελε το καθεστώς χάθηκαν για πάντα ότι διαχρονικά πιο σκληρό σαν νόμισμα διέθετε πραγματικά η Ρωσία: τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της. Αυτό το τραυματικό βίωμα βάραινε πολύ στις συνειδήσεις των υπεύθυνων όλων των σοβιετικών μουσείων.
Το 1956 στην εξουσία βρισκόταν πια ο Νικίτα Χρουτσώφ, ένας μεταρρυθμιστής και καινοτόμος, όπως χαρακτηρίζονταν τότε, ηγέτης, που του άρεσαν πολύ οι φανφαρόνικες κινήσεις επικοινωνιακού εντυπωσιασμού. Θέλοντας να δείξει ένα έμπρακτο διεθνιστικό προφίλ και να τραβήξει την προσοχή για τις φιλικές του διαθέσεις απέναντι στον πρώην εχθρό του αλλά τώρα από τους πιο σοβαρούς και πιστούς του συμμάχους,αποφάσισε την επιστροφή των καλλιτεχνικών Πολεμικών Λάφυρων που η Σοβιετική Ένωση πήρε από την ηττημένη ναζιστική Γερμανία σαν αποζημίωση για καταστροφές και λαφυραγωγήσεις σε δικά της μνημεία και θησαυρούς., ξεκινώντας με αυτά της Δρέσδης, της Δρέσδης που καθόλου συμπτωματικά ανήκε τότε στην Ανατολική Γερμανία. Αυτό σήμαινε ότι, το ήδη αποδεκατισμένο Μουσείο Πούσκιν, θα έχανε αυτό που ήταν εκείνη την ώρα ο μόνος και φυσικά ο καλύτερος-και από τους καλύτερους στο κόσμο!-θησαυρούς του. Εκεί λοιπόν μια μικρόσωμη,ψυχωμένη γραφειοκράτισσα, που άκουγε στο άγνωστο ως τότε όνομα Ιρίνα Αντόνοβα, στύλωσε τα πόδια! Μέσα λοιπόν από τις συλλογικές κομματικές διαδικασίες που ίσχυαν τότε στη Σοβιετική Ένωση, κατάφερε να ξεσηκώσει ολόκληρο τον καλλιτεχνικό και πνευματικό κόσμο της Σοβιετικής Ένωσης ,που συλλήβδην αντιτάχθηκε στην επιστροφή των λάφυρων του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου-όπως μεγαλόστομα αποκαλούσαν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σοβιετικοί. Στην έκκληση της ανταποκρίθηκαν με το ιδιαίτερο κύρος τους οι πονεμένοι και από το τραυματικό βίωμα των ετών 1929-1933 επιμελητές και λοιπό προσωπικό του Μουσείου Ερμιτάζ.
Παρόλα αυτά η απόφαση είχε ληφθεί, ήταν πολιτική απόφαση του κορυφαίου οργάνου Διοίκησης της Σοβιετικής Ένωσης και πράγματι ο Θησαυρός της Δρέσδης επέστρεψε τελικά στην Ανατολική Γερμανία. Μακροπρόθεσμα αυτή η κίνηση αποδείχτηκε εσφαλμένη, αφού δεν εξασφάλισε έστω κάποια αντίστοιχα ανταλλάγματα για τη Ρωσία σαν Σοβιετικό Κράτος. Η απογοήτευση ήταν πολύ μεγάλη, πολύ περισσότερο που αναμενόταν και συνέχεια με την επιστροφή του Θησαυρού του Πριάμου στο Βερολίνο. Όλες όμως οι διαδικασίες αυτές σταμάτησαν με την επιστροφή στο καθεστώς του Ψυχρού Πολέμου με την αφορμή της Κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων στη Κούβα. Η Αντόνοβα εν τω μεταξύ ήταν ήδη στα μάτια των συναδέλφων της μια ηρωΐδα που όρθωσε το μικρό της σωματικό ανάστημα στην παντοδύναμη Σοβιετική Εξουσία. Αυτή η ψυχωμένη γυναίκα στα μάτια και στο θυμικό των ανθρώπων των γραμμάτων και του πολιτισμού της Ρωσίας-μιλάμε για τη Σοβιετκή Δημοκρατία της Ρωσίας και όχι για τη Σοβιετική Ένωση στο σύνολο της-είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Έτσι το 1961, η Ιρίνα Αντόνοβα διορίστηκε διευθύντρια του Μουσείου Πούσκιν. Ήταν ένα είδος δικαίωσης της για τον ακάματο τρόπο με τον οποίο αγωνίστηκε για να διαφυλάξει ότι είχε απομείνει από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που κατείχε η χώρα. (Εδώ φυσικά και δεν μπαίνουμε στο ηθικό θέμα αν οι καλλιτεχνικοί θησαυροί που αρπάζονται σαν λάφυρα πρέπει ή όχι κάποια στιγμή να επιστρέφουν στη χώρα προέλευσης τους αλλά ποιο είναι το καθήκον ενός δημόσιου λειτουργού απέναντι στο υλικό που του εμπιστεύθηκαν να το διαφυλάξει και να το διαχειριστεί με τον προσφορότερο για τη χώρα στην οποία είναι υπάλληλος κάποιος. Η Αντόνοβα είχε επίγνωση ότι ήταν υπάλληλος της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας και ότι δεν είχε τίποτε να απολογηθεί σε καμιά γερμανική αρχή ακόμη και αν αυτή ήταν η φιλική στη Σοβιετική Ένωση Ανατολικογερμανική).
Με το που έγινε λοιπόν Διευθύντρια του Μουσείου Πούσκιν, φρόντισε ώστε οι υπόλοιποι-λίγοι πια και όχι τόσο σημαντικοί πια-καλλιτεχνικοί θησαυροί που είχαν έρθει σαν λάφυρα στο Μουσείο, να αποθηκευτούν μυστικά και έτσι να μην βάζουν σε πειρασμό εσωτερικές ή εξωτερικές αρχές να ζητούν τον επαναπατρισμό τους. Ουσιαστικά αυτό που είχε απομείνει ήταν ο περίφημος «Θησαυρός του Πριάμου»-τα έργα που είχε φέρει από τις ανασκαφές στη Τροία ο Ερρίκος Σλήμαν-έργα για να είμαστε ειλικρινείς όχι ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας, απλά ζωσμένα με το θρύλο της Ομηρικής αύρας που τόσο επιδέξια διαχειρίστηκε επικοινωνιακά ο Σλήμαν. Υπήρχαν ακόμη πολύ λίγα έργα Δυτικοευρωπαϊκής Τέχνης-αξιόλογα όντως αλλά καμιά σύγκριση με το συμπαγή όγκο των εκατοντάδων αριστουργημάτων της Πινακοθήκης της Δρέσδης. Αυτά λοιπόν τα λίγα εναπομείναντα έργα η φιλότιμη και συνεπής Ιρίνα Αντόνοβα τα κράτησε μακριά από την κρατική βουλημία που τα ήθελε σαν εργαλεία εξωτερικής πολιτικής.
Η Ιρίνα Αντόνοβα συνέχιζε να είναι διευθύντρια του Μουσείου Πούσκιν και μετά την πτώση του Χρουστσώφ και με τον Μπρέζνιεφ και όλους τους διαδόχους του, Τσερνιένκο, Αντρόποφ και Γκορμπατσόφ. Με τον τελευταίο ανέκυψε ξανά-δειλά είναι αλήθεια- πάλι θέμα επιστροφής των καλλιτεχνικών θησαυρών που είχαν πάρει οι Ρώσοι από τους Γερμανούς. Το θέμα μπήκε διακριτικά αλλά και διακριτά. Οι Γερμανοί εξάλλου πήραν πίσω ήδη το λάφυρο που λεγόταν Ανατολική Γερμανία, μπορούσαν λοιπόν να περιμένουν για ευθετότερο χρόνο και για τα καλλιτεχνήματα. Τα αντανακλαστικά της Αντόνοβα ήταν και πάλι διεγερμένα και παρόλο ότι δέχθηκε πιέσεις να αποκαλύψει ποιού είδους θησαυρούς στεγάζει στο Μουσείο της από τα λάφυρα, η Αντόνοβα αρνήθηκε κατηγορηματικά και περιέργως πολύ πειστικά, ότι στεγάζει οποιοδήποτε τέτοιο έργο και πέρασε μάλιστα την άποψη ότι τα έργα αυτά είχαν πολύ πιθανό καταστραφεί με τους βομβαρδισμούς του Βερολίνου.Η ουσία είναι ότι όλοι πια θεωρούσαν αυτά τα έργα οριστικά χαμένα και κανείς δεν υποπτευόταν ότι φυλάσσονταν σε μυστικές κρύπτες στα υπόγεια του Μουσείου Πούσκιν.
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτησία όλων των χωρών που την απάρτιζαν, η Ρωσία έγινε ανεξάρτητη Δημοκρατία με πρώτο Πρόεδρο τον Μπορίς Γιέλτσιν. Όλοι ξέρουμε ότι το βαθιά διεφθαρμένο αυτό άτομο, ήταν επιρρεπής στο να υποχωρεί στην πρώτη πίεση που θα του γινόταν από τη Δύση σε κάθε θέμα που θα μπορούσε να προκύψει. Έτσι για πρώτη φορά η Γερμανία έθεσε με επιτακτικό τρόπο την επιστροφή των καλλιτεχνικών θησαυρών που βρίσκονταν διασκορπισμένοι στις διάφορες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Ήδη το Ουκρανικό καθεστώς είχε προχωρήσει στην επιστροφή με γρήγορες και συνοπτικές διαδικασίες-αυτό που λέμε δουλοφρένεια, στη πράξη- αυτών που διέθεταν τα δύο κεντρικά Μουσεία της χώρας, στο Κίεβο και στην Οδησσό. Ο Γιέλτσιν απάντησε ότι θα εξετάσει το αίτημα. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο Γιέλτσιν που είχε μόνος του κινήσει από πριν αυτή τη διαδικασία, ζητώντας από τα δύο κεντρικά Μουσεία της Ρωσίας-το Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και το Πούσκιν στη Μόσχα- να εκθέσουν όποια λάφυρα κατείχαν τα Μουσεία τους. Αυτή η κίνηση δημιούργησε έναν παροξυσμό στη Γερμανική κυβέρνηση και που με επίσημο τρόπο πια ζήτησε από την αντίστοιχη Ρωσική να προχωρήσει στην επιστροφή των λαφύρων. Ο Γιέλτσιν συμφώνησε και σύστησε μάλιστα επιτροπή που θα διαπραγματευόταν το ζήτημα, αφού υπήρχε σε εκκρεμότητα το θέμα εύρεσης και επιστροφής και αντίστοιχων ρωσικών καλλιτεχνικών θησαυρών με πρώτο και καλύτερο την επένδυση με κεχριμπάρι από το Ανάκτορο στο Tsarkoye Selo-το θρυλικό κεχριμπαρένιο δωμάτιο-ένα από τα πιο παράξενα και θαυμαστά διακοσμητικά σύνολα όλων των εποχών. Τότε η Ιρίνα Αντόνοβα τέθηκε ξανά στην πρώτη γραμμή της αντίστασης-διευθύντρια ακόμη του Πούσκιν!-και έχοντας αυτή τη φορά στο πλάι της τα media που, τότε μόλις άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία και στη Ρωσία, επιδόθηκε σε μια χωρίς προηγούμενο επικοινωνιακή καμπάνια. Αυτή τη φορά δεν ξεσήκωσε απλά τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες αλλά και τον απλό κόσμο. Η θέρμη με την οποία υποστήριξε την υπόθεση και η πεισματάρικη αντίθεση της στο να χρησιμοποιούν τα έργα τέχνης οι πολιτικοί σαν εργαλεία της εξωτερικής πολιτικής, δημιούργησαν αίσθηση αλλά και κλίμα σε μια Ρωσία που ήδη ο Γιέλτσιν ήταν πια απαξιωμένος αλλά και πολιτικά και σωματικά εξασθενημένος. Η επιτροπή που συστάθηκε δεν συνήλθε ποτέ! Γερμανοί δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα Ρωσικά Μουσεία γι’αυτό το λόγο, ούτε ποτέ τους δόθηκε πρόσβαση στα ίδια τα έργα. Παρόλες τις συνεχείς πιέσεις όλων των γερμανικών κυβερνήσεων-ιδιαίτερα του Σρέντερ- καμιά απόφαση δεν έγινε κατορθωτό να ληφθεί. Εν τω μεταξύ στον ορίζοντα είχε φανεί η ρωμαλέα μορφή του Πούτιν, που και την Γερμανία γνώριζε πολύ καλά και σαν ΑγιοΠετροπουλίτης ο ίδιος, είχε γνώση του θέματος των καλλιτεχνικών θησαυρών που βρίσκονταν στο Ερμιτάζ και κινδύνευαν να χαθούν για πάντα από τη Ρωσία. Μόλις λοιπόν ανέλαβε την προεδρία της Ρωσίας,πέρασε νόμο στη Δούμα που απαγόρευε ρητά και κατηγορηματικά την επιστροφή των πολεμικών λάφυρων στη Γερμανία.
Η Ιρίνα Αντόνοβα-η αληθινή εμπνεύστρια αυτής της απόφασης του Πούτιν- συνεχίζει να είναι Διευθύντρια του Μουσείου Πούσκιν στα 90 της χρόνια, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ παγκοσμίως! Στα 90 της χρόνια είναι δραστήρια και ενεργή όσο ήταν και πριν 50 χρόνια όταν πρωτοδιορίστηκε διευθύντρια στο μακρινό 1961! Κατάφερε να προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες και σήμερα το Μουσείο Πούσκιν-που φέτος γιορτάζει τα εκατό του χρόνια-είναι ανοικτό στις νέες προκλήσεις των καιρών και τις νέες αντιλήψεις μουσειολογίας. Ήδη το μουσείο επεκτάθηκε και στα δεξιά του και τα αριστερά του παλιού κεντρικού κτηρίου και εμπλουτίζεται πέρα από τον κτηριακό και τεχνικό εξοπλισμό με ολοένα καινούργια αποκτήματα. Φυσικά ο Θησαυρός του Πριάμου αλλά και τα άλλα έργα τέχνης εκτίθενται πια με ασφάλεια που αποτελούν ένα πρόσθετο πόλο έλξης, αφού ζώνονται με τον θρύλο των αγώνων αυτής της μικρακαμωμένης αυτής μοσχοβίτισσας, που με αυταπάρνηση υπηρέτησε τη θέση που της εμπιστεύτηκε το κράτος της.
Όταν πρωτόμαθα γι’αυτή τη γυναίκα ήμουν αρνητικά διακείμενος απέναντι στη περίπτωση της, θεωρώντας την σαν ένα είδος κρατικού δεινόσαυρου. 67 χρόνια σε μια δημόσια υπηρεσία απ΄τα οποία τα πενήντα στην κορυφαία,διευθυντική θέση; Ακραίο! Και όμως, μπορώ να καταλάβω ότι, πέρα από την αναγνώριση των διοικητικών της ικανοτήτων, που προφανώς έχει, υπάρχει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και της πολιτικής ηγεσίας και -φυσικά-του ίδιου του ρωσικού λαού απέναντι της και είναι αυτό ακριβώς που επέτρεψε να υπάρξει αυτό το ασυνήθιστο δημοσιοϋπαλληλικό ρεκόρ. Είμαι σίγουρος ότι και στην Ελλάδα υπάρχει το αντίστοιχο της Ιρίνα Αντόνοβα, απλά δεν βρίσκεται σε κείνο το αβανταδόρικο πόστο που να τραβάει τα φώτα της επικοινωνίας. Μπορεί νάναι ένας γιατρός του ΕΣΥ σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Μπορεί μια δασκάλα, Αθηναία ας πούμε, που έζησε όλη της τη ζωή σε ένα απομονωμένο χωριό στην Ήπειρο ή τη Θράκη. Μπορει, μπορεί, μπορεί…
Υ.Γ. Να ξεκαθαριστεί κάτι για το αληθινό νόημα της ανάρτησης-πέρα από την αυτονόητη τιμή που κάνουμε σε ένα καθόλα αποδεδειγμένα αξιόλογο άτομο με υπεραυξημένη αίσθηση του καθήκοντος. Η ανάρτηση στοχεύει να δείξει ότι, πατριώτης είναι αυτός που φυλλάσσει τις Θερμοπύλες που οι συγκυρίες της ζωής του είναι ταυτόχρονα και υποχρεώσεις και καθήκοντα του-υπαλληλικές, επαγγελματικές, φορολογικές, στρατιωτικές, δημιουργικές ή οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φαντασθείτε-και που ηθικά πρέπει να τις διεκπεραιώσει με τον καλύτερο δυνατό για την πατρίδα του τρόπο. Η Αντόνοβα είχε απόλυτη επίγνωση του ποιες πληγές υπέστη η πατρίδα της απ’τους εχθρούς της και απαιτούσε αυτές οι πληγές να ικανοποιηθούν με τον πιο πρόσφορο τρόπο που η συγκυρία θα επέτρεπε, συνδυαστικά με το γεγονός της δικής συγκυρίας να βρίσκεται σ’αυτό το πόστο που βρέθηκε. Το Μουσείο Πούσκιν ήταν οι προσωπικές της Θερμοπύλες σαν να λέμε. Βρέθηκε σαν κρατική υπάλληλος σε ένα πόστο που τελικά του έδωσε κύρος, κύρος απίστευτα υψηλό μάλιστα, αρνούμενη να υπηρετήσει μια σκοπιμότητα εξόφθαλμα αντιπατριωτική. Κάντε παραλληλισμούς με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, το καυτό θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου. Και στο τέλος κρίνετε αφού συγκρίνετε: την Ιρίνα Αντόνοβα από τη μια και τους Έλληνες ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ κυβερνητικούς και δημόσιους λειτουργούς από την άλλη.
Υ.Γ. 2 Όχι, δεν είμαι δημόσιος υπάλληλος, ούτε εγώ,ούτε κανένας από τον στενό πυρήνα της οικογένειας μου. Ο πιο κοντινός μου συγγενής που δουλεύει για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι ξαδέλφη μου. Την αγαπώ-πολύ!-αλλά δεν θάκανα ποτέ ανάρτηση για να υπερασπιστώ το επάγγελμα της.